ΙΣΟΤΗΤΑ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ
Αποτελεί βασική αρχή ότι η ισότητα των δύο φύλων αποτελεί όφελος για την ανάπτυξη των παιδιών και αποτελεί κύριο στοιχείο της υγιούς ανάπτυξης των οικογενειών. Οι γυναικείες αποφάσεις σε θέματα που απασχολούν την οικογένεια μπορούν να έχουν θετική επίδραση στις ζωές τους ενισχύοντας την ανάπτυξη τους.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της UNICEF, οι γυναίκες δεν έχουν πάντοτε λόγο σε κρίσιμα θέματα του νοικοκυριού, γεγονός που μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη των παιδιών. Η δυνατότητα των γυναικών να ελέγχουν οι ίδιες τις ζωές τους και να λαμβάνουν αποφάσεις που επηρεάζουν τις οικογένειές τους, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την παιδική διατροφή, την παιδική υγεία αλλά και την εκπαίδευση. Στις οικογένειες όπου οι γυναίκες λαμβάνουν τις σημαντικές αποφάσεις, το ποσοστό των εσόδων και πηγών που προορίζονται για τα παιδιά είναι μεγαλύτερο.
Η έρευνα της UNICEF εντόπισε σημαντικές διαφορές στους μισθούς των γυναικών και στη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό σε διάφορες περιοχές της υφηλίου. Έτσι, το εισόδημα των γυναικών στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της βορείου Αφρικής αντιστοιχεί στο 30% του αντίστοιχου αντρικού, στη Λατινική Αμερική και τη νότια Ασία στο 40% ενώ στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης αντιστοιχεί στο 60% του αντίστοιχου αντρικού εισοδήματος. Αυτό έχει ως συνέπεια τη μειωμένη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια των γυναικών και άρα μικρότερα χρηματικά ποσά που προορίζονται για την ανάπτυξη των παιδιών.
Η αυξημένη ενασχόληση των γυναικών στα πολιτικά δρώμενα έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να επηρεάσει με τη σειρά της την ανάπτυξη των παιδιών και όχι μόνο. Τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί από ανεπτυγμένες χώρες δείχνουν ότι η συμμετοχή των γυναικών σε νομοθετικά σώματα παρουσιάζουν ιδιαίτερα πλεονεκτήματα για τα παιδιά. Ωστόσο, μέχρι τον Ιούλιο του 2006, η συμμετοχή των γυναικών στα εθνικά κοινοβούλια αντιστοιχούσε μόνο στο 17% του συνόλου των βουλευτών.
Τα οφέλη της ισότητας των φύλων έχουν προεκτάσεις πέρα από την επιρροή τους στην ανάπτυξη των παιδιών. Έτσι η ενδυνάμωση του ρόλου των γυναικών μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη διαφόρων άλλων στόχων. Περισσότερο όμως η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν είναι μόνο ζήτημα δημοκρατίας αλλά ένας σημαντικός παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής. Αποτελεί θέμα με πολλές διαστάσεις, πολιτική, οικονομική, κοινωνική, αναπτυξιακή, οι οποίες αλληλοσυνδέονται.
Η Εθνική και Ευρωπαϊκή Νομοθεσία
Ευρωπαϊκή Ένωση και ισότητα ευκαιριών
Η ισότητα των ευκαιριών αποτελεί γενική αρχή, οι δύο ουσιαστικές πτυχές της οποίας είναι η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η εν λόγω αρχή εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς, ιδίως, στον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και οικογενειακό βίο.
Η συνθήκη του Άμστερνταμ εισήγαγε μια νέα διάταξη προκειμένου να ενισχύσει την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που συνδέεται άμεσα με την ισότητα των ευκαιριών. Το άρθρο αυτό προβλέπει τη δυνατότητα λήψης από το Συμβούλιο των αναγκαίων μέτρων για την καταπολέμηση κάθε μορφής διακρίσεων λόγω φύλου, φυλής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. Εξάλλου, χάρη στο πρόγραμμα δράσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων (2001-2006), η Ευρωπαϊκή Ένωση ενθαρρύνει και συμπληρώνει τις ενέργειες των κρατών μελών για την καταπολέμηση κάθε μορφής διακρίσεων.
Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εγκρίθηκε το Δεκέμβριο του 2000, περιλαμβάνει κεφάλαιο με τίτλο «Ισότητα», το οποίο προβλέπει τις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων, της ισότητας ανδρών και γυναικών και της πολιτιστικής, θρησκευτικής και γλωσσικής πολυμορφίας. Το κεφάλαιο αυτό αναφέρεται επίσης στα δικαιώματα του παιδιού, των ηλικιωμένων και των ατόμων με αναπηρία.
Η Αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης
Η αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης έχει ως στόχο τη διασφάλιση ισότητας στη μεταχείριση των ατόμων ανεξαρτήτως εθνικότητας, φύλου, φυλής, ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.
Η απαγόρευση κάθε διακριτικής μεταχείρισης λόγω ιθαγένειας προβλέπεται στο άρθρο 12 (πρώην άρθρο 6) της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. η συνθήκη του ’μστερνταμ περιέλαβε στη συνθήκη ΕΚ ένα νέο άρθρο 13, για να συμπληρώσει την εγγύηση της απαγόρευσης των διακρίσεων που προβλέπεται στις συνθήκες και να την επεκτείνει στις άλλες περιπτώσεις που προαναφέρονται.
Η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών
Από το 1957, η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας καθιέρωσε την αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών. Το άρθρο 141 ορίζει ότι παρέχεται ίση αμοιβή στους άνδρες και στις γυναίκες για ίσης αξίας παρεχόμενη εργασία. Από το 1975, έχει εκδοθεί σειρά οδηγιών που επεκτείνουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης στην πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική κατάρτιση, στην επαγγελματική προώθηση με στόχο την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης στον χώρο εργασίας και, εν συνεχεία, στους τομείς της κοινωνικής ασφάλισης, των νομικών καθώς και των επαγγελματικών καθεστώτων.
Η Επιτροπή προσέθεσε στα πολυετή προγράμματα προώθησης της ίσης μεταχείρισης, τα οποία εισήχθησαν τη δεκαετία του 1980, μια κοινοτική στρατηγική (2001-2005), με στόχο τη θέσπιση πλαισίου δράσης, στο οποίο όλες οι κοινοτικές δράσεις να μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη του στόχου της εξάλειψης των ανισοτήτων και της προώθησης της ισότητας ανδρών και γυναικών.
Η συνθήκη του ’μστερνταμ έχει ως στόχο τη συμπλήρωση του περιορισμένου πεδίου εφαρμογής του άρθρου 141 (που αφορά μόνο την ισότητα της αμοιβής), ενσωματώνοντας την προώθηση της ισότητας ανδρών και γυναικών στο άρθρο 2 της συνθήκης ΕΚ, στο οποίο απαριθμούνται τα καθήκοντα της Κοινότητας. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο του 2000, ορίζει ότι: «Η ισότητα ανδρών και γυναικών πρέπει να εξασφαλίζεται σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένων της απασχόλησης, της εργασίας και των αποδοχών».
Ο Χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων
Με την ευκαιρία της 50ής επετείου της οικουμενικής διακήρυξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τον Δεκέμβριο 1998, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας (3-4 Ιουνίου 1999) αποφάσισε να αναλάβει εργασίες με σκοπό την εκπόνηση ενός Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ως στόχος τέθηκε η συγκέντρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που ισχύουν σε επίπεδο Ένωσης σε ένα μόνο κείμενο ώστε να καταστούν αυτά περισσότερο σαφή.
Ο Χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ προκηρύχθηκε επίσημα κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, στις 7 Δεκεμβρίου 2000. Βασίζεται στις κοινοτικές Συνθήκες, στις διεθνείς συμβάσεις, μεταξύ των οποίων η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1950 και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης του 1989, στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών καθώς και στις διάφορες δηλώσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η εκπόνηση του σχεδίου του Χάρτη ανατέθηκε σε ειδικό όργανο -μια Συνέλευση- που απαρτίζεται από 62 μέλη, ιδίως αντιπροσώπους των ευρωπαϊκών οργάνων και των κυβερνήσεων των κρατών μελών.
Ο Χάρτης καθορίζει, μέσω των 54 άρθρων του που συγκεντρώνονται σε επτά κεφάλαια, τα θεμελιώδη δικαιώματα όσον αφορά την αξιοπρέπεια, την ελευθερία, την ισότητα, την αλληλεγγύη, την ιδιότητα του πολίτη και τη δικαιοσύνη.
Περιλαμβάνει δικαιώματα που δεν διασφαλίζονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που περιορίζεται στην προστασία των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Πρόκειται ιδίως για τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων, την προστασία των δεδομένων, τη βιοηθική ή το δικαίωμα ορθής διαχείρισης.